- ταυροκέρκουρος
- ταυρο-κέρκουρος, ὁ,A a kind of river-boat, PCair.Zen.242 (iii B.C.), Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταυροκέρκουρος — ὁ, Α είδος ποταμόπλοιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κέρκουρος «είδος πλοίου»] … Dictionary of Greek
ταυροκέρκουροι — ταυροκέρκουρος a kind of river boat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)